- διωρυχή
- διωρυχή και διορυχή, η (Α)διάνοιξη διώρυγας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διωρυχή — digging fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρυχαί — διωρυχή digging fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρυχῆς — διωρυχή digging fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρυχήν — διωρυχή digging fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)